ουλοθυτώ

ουλοθυτώ
οὐλοθυτῶ, -έω (Α)
προσφέρω πλήρη ή τέλεια θυσία ή, κατά τον Ησύχ., πασπαλίζω με χονδροαλεσμένο κριθάρι το θύμα πριν από τη θυσία («οὐλοθυτεῑν
κριθὰς ἐπιχέειν τοῑς θύμασι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαί «κριθάρι που πασπάλιζαν στα ζώα πριν από τη θυσία» + -θυτῶ (< θύτης < θύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ουλοθυσία — οὐλοθυσία, ἡ (Α) [ουλοθυτώ] πλήρης ή τέλεια θυσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”